διαθετικός

διαθετικός
-ή, -ό (Α διαθετικός, -ή, -όν)
1. ο κατάλληλος ή αρμόδιος να κανονίζει ή να διευθετεί κάτι
2. γραμμ. «διαθετικά ρήματα» — ρήματα που εκφράζουν διάθεση* ή κάποια κατάσταση
αρχ.
αυτός που επιδρά σε άλλον ή τόν επηρεάζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαθετικόν — διαθετικός affecting masc acc sg διαθετικός affecting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαθετικάς — διαθετικά̱ς , διαθετικός affecting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”